- ἀμφίβληστρα
- ἀμφίβληστρονanything thrown roundneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀμφίβληστρα — ἀμφίβληστρα , ἀμφίβληστρον anything thrown round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίβληστρ' — ἀμφίβληστρα , ἀμφίβληστρον anything thrown round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ … Dictionary of Greek
ολκεύς — ὁλκεύς, έως, ὁ (Α) [ολκή] (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκεῑς οἳ τὰ ἀμφίβληστρα ἐπισπῶνται» … Dictionary of Greek